- συνδαύλισμα
- και συνταύλισμα, το, Ν [συνδαυλίζω]συνδαύλιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαύλισμα — το [δαυλίζω] 1. το να ρίχνει κανείς ξύλα στη φωτιά, η τροφοδότηση της φωτιάς με ξύλα 2. το συνδαύλισμα, η μετακίνηση των ξύλων για αναζωπύρωση της φωτιάς 3. ο δαυλίτης … Dictionary of Greek
συνταύλισμα — το, Ν βλ. συνδαύλισμα … Dictionary of Greek
υποδαύλιση — η 1. συνδαύλισμα, ανασκάλεμα, ανασκάλισμα: Υποδαύλιση της φωτιάς στο τζάκι. 2. μτφ., αναζωογόνηση, αναζωπύρωση, αναμόχλευση, υποκίνηση: Επιδιώκει την υποδαύλιση της παλιάς εχθρότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)